- επιλίζω
- ἐπιλίζω (Α)αγγίζω επιπόλαια την επιφάνεια τού δέρματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλίζουσιν — ἐπιλίζω whizz pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιλίζω whizz pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλίξαι — ἐπιλίζω whizz aor inf act ἐπιλίξαῑ , ἐπιλίζω whizz aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλίζοντας — ἐπιλίζω whizz pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλίσσασα — ἐπιλίσσᾱσα , ἐπιλίζω whizz aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλίττειν — ἐπιλίσσειν , ἐπιλίζω whizz fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)